-
1 κρανίο |кранио][/*] ουσ. о. череп,
[кранос] ουσ. о. шлем, каска.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρανίο |кранио][/*] ουσ. о. череп,
-
2 коробка
коробка ж 1) в рази. знач. το κουτί \коробка спичек ένα κουτί σπίρτα 2) тех. το κιβώτιο ◇ черепная \коробка το κρανίο* * *ж1) в разн. знач. το κουτίкоро́бка спи́чек — ένα κουτί σπίρτα
2) тех. το κιβώτιο••черепна́я коро́бка — το κρανίο
-
3 череп
-а, πλθ. -а α. το κρανίο•череп человека το κρανίο του ανθρώπου.
|| στρώμα πάγου κάτω από το χιόνι. -
4 коробка
το κιβώτιο, το κυτίο, разг. το κουτίвводная эл. - εισόδουвходная - (центробежного вентилятора) - εισαγωγής (του φυγόκεντρου ανεμιστήρα)дверная - το πλαίσιο της πόρτας/θύραςкабельная эл. о πίνακας/το κιβώτιο καλωδίωνкингстонная мор. - θαλάσσηςклеммная эл. - επαφώνраспределительная эл. - διανομήςсоединительная - συνδέσεων, συνδετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коробка
-
5 краниология
(анат., зоол.) η κρανιο-λογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краниология
-
6 череп
анат. το κρανίο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > череп
-
7 черепной
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > черепной
-
8 через
через 1) (о пространстве) μέσα από; перепрыгнуть \через ручей πηδώ το ρυάκι· дорога идёт \через лес о δρόμος περνά μέσα από το δάσος· Охать в Москву через Киев πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο 2) (ο времени) μετά, σε. ύστερα από; \через две недели μετά (или ύστερα από) δυο βδομάδες; \через некоторое время σε λίγο καιρό 3) (посредством) διάμεσο, μέσο; \через газету μέσο της εφημερίδας череп м το κρανίο* * *1) ( о пространстве) μέσα απόперепры́гнуть че́рез руче́й — πηδώ το ρυάκι
доро́га идёт че́рез лес — ο δρόμος περνά μέσα από το δάσος
е́хать в Москву́ че́рез Ки́ев — πηγαίνω στη Μόσχα μέσο Κίεβο
2) ( о времени) μετά, σε, ύστερα απόче́рез две неде́ли — μετά ( или ύστερα από) δυο βδομάδες
че́рез не́которое вре́мя — σε λίγο καιρό
3) ( посредством) διάμεσο, μέσοче́рез газе́ту — μέσο της εφημερίδας
-
9 череп
мτο κρανίο -
10 коробка
коробкаж τό κουτί:картонная \коробка κουτί ἀπό χαρτόνι· жестяная \коробка τενεκεδένιο κουτί· \коробка спичек τό κουτί σπίρτα· \коробка конфет τό κουτί μέ σοκολατίνια· <> черепная \коробка анат. τό κρανίο[ν]· \коробка скоростей тех. τό κιβώτιο[ν] ταχυτήτων. -
11 проломить
проломитьсов σπάνω (μετ.), θραύω (продавить) / ἀνοίγω ρήγμα (сделать брешь):\проломить череп σπάνω τό κρανίο[ν]. -
12 череп
черепм τό κρανίο[ν]. -
13 черепной
черепи||ойприл анат. τοῦ κρανίου, κρανιακός:\черепнойа́я коробка τό κρανίο[ν]. -
14 череп
[τσιέριπ] ουσ. α. (ανατ.) κρανίο -
15 череп
[τσιέριπ] ουσ α (ανατ) κρανίο -
16 коробка
-и θ.1. κουτί• κουτάκι•коробка спичек κουτάκι σπίρτων, σπιρτοκούτι•
картонная коробка χαρτονένιο κουτί.
|| η κάψα, καρίκι.2. σκελετός κτιρίου.3. πλαίσιο, τετράξυλο, τελάρο.εκφρ.коробка скоростей – κιβώτιο ταχυτήτων•черепная коробка – κρανιακή κάψα, κρανίο. -
17 неандертальский
επ.νεαντερτάλιος•неандертальский цереп νεαντερτάλιο κρανίο•
неандертальский человек νεαντερτάλιος άνθρωπος.
-
18 проломить
-ломлю, -ломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проломленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. διατρυπώ, σπάζω•проломить лёд σπάζω τον πάγο•
череп σπάζω το κρανίο•
проломить дыру в крышу ανοίγω τρύπα στη στέγη.
θραύομαι, σπάζω•мост -лся η γέφυρα έσπασε (από το βάρος).
-
19 трепанировать
-
20 черепной
επ.κρανιακός, του κρανίου•-ые кости τα οστά του κρανίου•
-ая рана κρανιακό τραύμα.
|| черепные ουσ. πλθ. τα σπονδυλωτά (ζώα).εκφρ.- ая коробка – το κρανίο.
См. также в других словарях:
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
κρανίο — το 1. το ανώτατο και οπίσθιο κοίλο μέρος του σκελετού της κεφαλής όπου βρίσκεται ο εγκέφαλος. 2. σκελετός της κεφαλής, νεκροκεφαλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Πετράλωνα — Oνομασία 6 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 270 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ.). Π. σπήλαια. Ομάδα σπηλαίων, που βρίσκονται στην περιοχή του χωριού Π. Από αυτά έχουν… … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
Trait d'union conditionnel — Le trait d’union conditionnel ou trait d’union virtuel est, en informatique et en typographie, un caractère sans chasse (U+00AD liant sans chasse, HTML : #173; shy;) indiquant où une coupure de mot est permise, et celle ci est rendue visible … Wikipédia en Français
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… … Dictionary of Greek
κρανιακός — ή, ό (Μ κρανιακός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. ακός (πρβλ. βραγχι ακός, ηλι ακός)] … Dictionary of Greek
σινάνθρωπος — Όνομα που έχει δοθεί σε ανθρώπινους τύπους που αποκαταστάθηκαν από απολιθώματα τα οποία ανευρέθηκαν στην Κίνα από το 1921 και χρονολογούνται από το κατώτερο πλειστόκαινο. Οι Ζντάσκυ και Άντερσον βρήκαν σ’ ένα σπήλαιο, πλούσιο σε ζωικά απολιθώματα … Dictionary of Greek